-
1 συμφωνία
η1) согласие; согласованность; гармония;αμοιβαία συμφωνία — взаимное согласие;
σε ( — или εν) συμφωνία — согласованно;
2) договорённость, уговор; договор, соглашение; сделка; контракт; пакт; конвенция;διμερής συμφωνία — двустороннее соглашение;
καταλήγω σε συμφωνία — приходить к соглашению, достигать соглашения;
κάνω (κλείνω — или συνωμολογώ) συμφωνία με τούς εξης όρους — заключить договор, контракт, сделку на следующих условиях;
παραβιάζω ( — или παραβαίνω) τη συμφωνία — нарушать договор, соглашение;
3) сходство, соответствие;συμφωνία χαρακτήρων — сходство характеров;
4) условие;με τη συμφωνία ότι ( — или να)... — с условием, что...;
5) грам, согласование;συμφωνία των χρόνων των ρημάτων — согласование времён;
6) муз. симфония -
2 μάτι
τό1) глаз, око;τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;
μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;
χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;
2) глаза, зрение;έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;
3) взгляд, взор;4) дурной глаз;έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;
τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;
5) бот. глазок, почка;6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);§ μάτι νερού — ключ, родник;
αυγά μάτια — яичница-глазунья;
μάτι της θάλασσας — водоворот;
(на море);μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;
ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;
καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);
παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;
χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;
αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;
κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;
κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;
δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;
κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;
δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);
κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);
ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);
ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;
τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;
τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;
τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;
τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;
την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;
βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;
παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;
δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;
δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;
φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;
τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;
τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;
δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;
δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;
όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);
δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);
τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;
μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;
με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;
παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. примета — к встрече с кем-л.);
δεν έχεις μάτια;
ты что, слепой?;θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;
μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;
με τα μάτια μου — своими глазами;
με το μάτι — на глаз, на глазок;
με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;
γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;
γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;
γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;
με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;
μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;
(σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;
μέσ'τά μάτια — в в глаза;
να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;
να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;
να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;
να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);
μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;
τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;
η
πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;
φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт
-
3 παζάρι
-
4 σπίτι
το 1. е разя. знач дом;ψηλό (πολυόροφο) σπίτι — высокий (многоэтажный) дом;
σπίτι ανάπαυσης — дом отдыха;
πρόβλημα σπίτιου — квартирный (жилищный) вопрос;
νοικοκύρης τού σπίτιού — хозяин дома;
ανοίγω ( — или κάνω) σπίτι — обзаводиться домом;
είμαι από (καλό) σπίτι — быть из хорошего дома;
κλείνω (τό) σπίτι — разрушать семью;
εργάζομαι στο σπίτι — работать на дому;
από το σπίτι — из дому;
έξω από το σπίτι — вне дома;
2. επίρρ. дома; домой;πάμε σπίτι — пошли домой
-
5 ταμείο(ν)
τό1) касса (в разн. знач);ταμ θεάτρου — театральная касса;
ταμείο(ν) αλληλοβοήθειας — касса взаимопомощи;
κατάστιχο τού ταμείου — кассовая книга;
κρατώ το ταμείο(ν) — распоряжаться деньгами; — вести хозяйство;
κάνω ( — или κλείνω) ταμείο(ν) — подсчитать кассу;
2) казна;δημόσιο ταμείο(ν) — государственная казна
-
6 ταμείο(ν)
τό1) касса (в разн. знач);ταμ θεάτρου — театральная касса;
ταμείο(ν) αλληλοβοήθειας — касса взаимопомощи;
κατάστιχο τού ταμείου — кассовая книга;
κρατώ το ταμείο(ν) — распоряжаться деньгами; — вести хозяйство;
κάνω ( — или κλείνω) ταμείο(ν) — подсчитать кассу;
2) казна;δημόσιο ταμείο(ν) — государственная казна
См. также в других словарях:
κλείνω — και κλείω και κλειώ, έκλεισα, κλείστηκα, κλεισμένος 1. φράζω, κάνω κάτι να μην είναι πια ανοιχτό: Κλείνω την πόρτα. 2. αποκλείω, φράζω τη διάβαση, διακόπτω την επικοινωνία: Τα χιόνια έχουν κλείσει τα ορεινά χωριά. 3. συμπληρώνω: Σήμερα η κόρη μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… … Dictionary of Greek
συγκαθείργνυμι — και συγκαθείργω Α 1. κλείνω κάποιον κάπου μαζί με άλλους («εἰς ἔρημον οἰκίαν συγκαθειργμένη», Αισχίν.) 2. μτφ. κάνω κάποιον να παντρευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείργνυμι / καθείργω «κλείνω, φυλακίζω»] … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
παρορώ — (I) παρορῶ, άω, ΝΜΑ 1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω 2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ) 3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ,… … Dictionary of Greek
στομώνω — στομῶ, όω, ΝΜΑ [στόμα] βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο… … Dictionary of Greek
σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… … Dictionary of Greek